- μελανοδοχεῖον
- μελᾰνο-δοχεῖον, τό,A inkstand, Aq.Ez.9.2:—also [suff] μελᾰνο-δόχον, Poll.10.60; and [suff] μελᾰνο-δόκον, PLond.2.402v25 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελανοδοχείο — το (ΑM μελανοδοχεῑον) μικρό δοχείο που περιέχει μελάνη γραφής, κν. καλαμάρι, και ολόκληρο το σκεύος στο οποίο περιλαμβάνεται και το μελανοδοχείο, κν. καλαμαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνι + δοχείο (πρβλ. σταχτο δοχείο)] … Dictionary of Greek